Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Κυριακή B´ Νηστειών, Γρηγορίου Παλαμά (1297-1359).Τα τρία εἴδη ἀθεΐας κατά τόν Ἁγίο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ .


Κυριακή B´ Νηστειών, Γρηγορίου Παλαμά (1297-1359)

Στην δεύτερη Κυ­ρι­­α­κή των Νηστειών η Εκκλησία έχει θεσπίσει να προβάλλει την προσωπικότητα του μεγάλου θεολόγου και πατρός, αρχι­επι­σκόπου Θεσσαλονίκης αγίου Γρηγορίου Παλάμα (1297-1359). Αν και η μνήμη του συμπίπτει την 14ηΝοεμ­βρίου, η Σύνοδος του 1368, η οποία διε­κή­ρυξε την αγιό­τη­τά του όρισε εκτός της μνήμης του να εορτάζεται και κατά την δεύτερη Κυριακή των Νηστειών προκειμένου να υπογραμμίσει την επικαιρότητα των αγώνων του για την Ορ­θο­δο­ξία και έτσι να δείξει ότι ο αγώνας αυτός δεν γνωρίζει ποτέ διακοπή.

Η οικογένεια του Γρηγορίου, Κωνσταντίνος και Καλλονή, προερχομένη απὸ τις ανατο­λι­κὲς επαρχίες, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη την εποχὴ που η Μικρὰ Ασία κα­τα­κλύζονταν απὸ τις εισβολές των Οσμανιδών Τούρκων. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος ήταν συγκλητικὸς και μέ­λος της αυτοκρατορικής αυλής. Ο Γρηγόριος γεννήθηκε στην πρωτεύουσα το 1297 και μόλις επταετής έχασε τον πατέρα του και έμεινε ορφανὸς· ισχυρὸς προστάτης του τότε αναδείχθηκε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β´. Στο πα­νε­πι­στήμιο Κωνσταντινουπόλεως, που διευθύνονταν τότε απὸ τον διαπρεπή θεολόγο και φι­­λό­σο­­φο Θεόδωρο Μετοχίτη, ακολούθησε σπουδὲς με ιδιαίτερη έμφαση στην φιλο­σο­φία. Ό­ταν ήταν δεκαε-πταετής, του ανατέθηκε να μι­λή­σει στα ανάκτορα ενώπιον του αυ­τοκρά­τορος Ανδρονίκου Β´ και πολλών επισήμων και σοφών ανδρών περὶ της λογικής του Αρι­στο­­τέλους, διαπραγματεύθηκε τότε το θέμα με τό­ση επιτυχία, ώστε ο Θεόδωρος Με­το­χίτης είπε προς τον βασιλέα, «και ο ίδιος ο Αρι­στοτέλης, αν ζούσε κι ήταν παρὼν θα τον επαινούσε».


Σ᾿ αυτὴ πιθανώς την ηλικία εγκατέλειψε τις επιστημονικὲς σπου­δές, για να επιδοθεί στην με­λέτη της θε­ο­λο­γικής γραμματείας και την άσκηση, προς με­γάλη απογοήτευση του αυ­το­κρά­τορος, ο οποίος τον προώριζε για υψηλὰ αξιώματα. Ο­δη­γός του έγινε πλέον ο επί­σκο­πος Φι­λα­δελφείας Θεόληπτος, ο οποίος και τον εισήγαγε στην νοερὰ προσευχή. Ει­κο­σα­ε­τὴς αποσύρθηκε στη μόνωση, έπεισε δε και την οικογέ­νει­ά του να κάμει το ίδιο· την μη­τέ­ρα του Καλλονή, τους δύο αδελφούς και τις δύο αδελφές του. Μαζὶ με τους δύο αδελφούς του διέ­μει­νε αρχικὰ για λίγο και­ρὸ στο όρος Παπίκιο, στα σύνορα Θράκης και Μακε­δο­νίας κι έ­πειτα μόνασε σε διαφό­ρους τόπους του Άθωνος· ως ερημίτης πλησίον του Βατοπεδίου, έπειτα στο κοινόβιο της Μεγίστης Λαύρας κι αρ­γό­τερα πάλι ως ερημίτης. Αναγκασμένος να εγκαταλείψει το Όρος μαζὶ με άλ­λους ε­ρημίτες, το 1325 λόγω των επιδρομών των Τούρκων, δεν προ­χώ­ρησε πιο πέρα απὸ την Θεσ­σα­λονίκη. Τo επόμενο έ­τος, 1326, ο Γρη­γό­ριος, που είχε ήδη χει­ροτονηθεί ιερεὺς στην Θεσ­σαλονίκη, ανεχώρησε μαζὶ με δέκα μο­να­χοὺς γιὰ τὴν Βέροια, όπου πα­ρέ­μεινε επὶ μία πενταετία, εφαρμόζοντας αυστηρὴ μόνωση, α­σχολούμενος με την αδιάλει­πτη προσευχὴ και τη με­λέ­τη. Πέντε έτη με­τὰ την εγκα­τά­στα­σή του στην Σκήτη της Βε­ροί­ας, λόγω της καθόδου των Σέρβων αν­α­γκά­σθηκε να φύ­γει απὸ εκεί και να επιστρέψει στον Ά­θωνα, τὸ 1331. Ε­γκα­ταστάθηκε αρχικά στο κελλὶ του αγίου Σάββα, κοντά στη Μονή της Μεγίστης Λαύ­ρας, όπου έμεινε έως ότου του ανα­τέ­θηκε απὸ την Κοινότητα του Αγίου Όρους η η­γου­μενία της Μονής Εσφιγμένου, που αυτὴ την ε­πο­χὴ είχε 200 μοναχούς. Αφού έμεινε στή μονὴ αυτὴ μόνο ένα έτος (1333-1334) επέ­στρεψε πάλι στο ησυχαστήριό του.

Σ᾿ αυτὸ το ησυχαστήριο ενώ βρισκόταν, προσκλήθηκε σε μία ευρύτερη διαμάχη, η οποία είναι γνωστή ως «Ησυχαστική έριδα» και κράτησε 25 χρόνια (1335-1360). Το 1335 με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ήλθε σε αντιπα-ράθεση με τον Βαρλαάμ από την Καλαβρία, ο οποίος δίδασκε πως ο άν­­θρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μα­ζί Του. Κατά τα λεγό­με­­να του Βαρλαάμ, που ήταν απήχηση του δυτικού σχολα­στι­κι­σμού, ο Θεός είναι «κλει­στός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώ­πους. Επομένως, οι «ησυ­χα­στές», οι μοναχοί δηλαδή ε­κεί­­νοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άν­θρω­πος, αν έχει καθαρή καρ­διά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ε­λέ­ησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσ­σαλι­α­νι­στές» και «ομφα­λό­ψυχοι». Μετά από αυτές τις το­πο­θε­τήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκα­ταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από ό­που και άρχισε τον αγώνα «Ὑπέρ τῶν Ἱερώς ἡ­συ­χαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ο­μώ­νυμους λόγους του.


Στην πραγματικότητα, ο Βαρλαάμ προσπαθούσε να διαστρεβλώσει βασικές πτυχές της Ορ­θόδοξης Θεολογίας, ό­πως η διδασκαλία της Εκκλησίας περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος, περί της γνώσε­ως του Θεού και περί της θέας του θείου Φωτός. Το ζητούμενο της πά­λης αυτής ή­ταν κυρίως το μεθεκτό ή αμέ­θε­κτο της θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλι­σμένος με με­γά­­λη πολυμάθεια και ισχυρή κρι­τι­κή για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε με­τα­ξύ θείας ου­­σίας αμεθέκτου και θείας ενερ­γείας μεθεκτής. Βασικὸ στοιχείο της συμμετο­χής στην εμπει­­ρία των Θείων είναι η θέ­α του Θείου φωτός, μίας απὸ τις άκτιστες ενέργειες του Θε­ού. Το φως αυτὸ είναι αΐδιο. Το φως που είδαν οι μαθητές στο Θαβώρ είναι το ίδιο φως που μπορεί να βλέ­­πουν κι οι καθαροὶ ησυχαστές και οφείλεται στην εναν­θρώ­πιση του Υιού και Λόγου του Θε­ού. Την διδασκαλία αυτή την στήριξε στο πνεύ­μα των Πατέ­ρων και η Εκκλησία επι­κύ­ρω­σε την ερμηνεία του με τέσσερις Συνό­δους, με κορύφαία αυτή του 1351.

Το 1347 εξελέγη από την Σύνοδο ο Γρηγόριος ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης· λό­γω όμως των τότε ζητημάτων, αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο, και αργότερα ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντα του. Εργάσθηκε δραστήρια στην Θεσσαλονίκη σε μια πολύ τα­ρα­γμέ­νη εποχή. Το συγγραφικό έργο είναι πλουσιότατο, 60 έργα, και αποτελεί σταθμό για την θεολογία και την εκκλησιαστική εμπειρία. Απεδήμησε εις Κύριον στις 14 Νοεμβρίου 1359, σε η­λι­κία 63 ετών και τιμήθηκε αμέσως ως Άγιος. Το λείψανό του κατατέθηκε στον ναὸ της Α­γί­ας Σοφίας που ήταν τότε ο κα­θε­δρι­κὸς ναὸς της Θεσαλονίκης, και σήμερα φυλάσσεται στον ομώνυμο Μητροπολιτικό ναό της πόλεως. Ο πατριάρχης Φιλόθεος, έγραψε το 1364 εγκωμιαστικό λόγο στο άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μαζί και α­κο­λου­θία και όρισε την τιμή της μνήμης του την Β´ Κυριακή της Μ. Τεσσα­ρα­κοστής.


Η προσφορά του αγίου Γρηγορίου Παλαμά ήταν τεράστια για την εποχή του, αλλά και την δική μας, διότι με το θεολογικό του έργο καθόριζε με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο επιτελείται η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Αποσαφηνισε ότι η θεοπτία και η επακόλουθη ένωση με το Θείο είναι πρω­ταρ­χικός στόχος για κάθε Χρι­στιανό και συνάμα κατορθωτή, για την επίτευξη των οποίων χρειά­ζε­ται συστηματική προεργασία που περιλαμβάνει το βάπτισμα, την ασκητική ζωή, την ει­λι­κρινή με­τά­νοια και την συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια, ώστε να καθάρουμε τους εαυ­τούς μας. Αυτή η διδαχή αποτέλεσε τη βάση των Αγιορειτών Ησυχαστών. Αργό­τε­ρα, τον 19ο αιώνα, οι κύριοι εκπρόσωποι των Ησυχαστών στην Ορθόδοξη Θεολογία ή­ταν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Αθανάσιος Πάριος. Αυτή η παράδοση είναι που μέχρι σήμερα βιώνει η Εκκλησία.

Απολυτίκιον (ήχος πλ. δ’.)

Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε,

τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος,

Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα,

κῆρυξ τῆς χάριτος,

ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Έτερον Απολυτίκιον (ήχος πλ. α’.)
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος,

τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν,

ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε·

τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης·

ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη, λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.


Ποιοι είναι οι άπιστοι κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά; Ο Άγιος Γρηγόριος λέει ότι υπάρχουν τρία είδη απιστίας και αθεΐας. Είναι εντυπωσιακή αυτή η θέσις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και μας βοηθά και εμείς να κανονίζουμε τη θέση μας απέναντι αυτών των απίστων και των αθέων.

Λέει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι υπάρχουν τρία είδη αθεΐας και απιστίας.

Το ένα είδος είναι
η κλασσική αθεΐα και απιστία, αυτοί οι οποίοι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός.

Το δεύτερο είδος αθεΐας και απιστίας είναι η διαστροφή της εννοίας του Θεού, από τις αιρέσεις και από τις θρησκείες. Όταν κανένας διαστρέφει την έννοια, δεν πιστεύει στον έναν αληθινό Θεό και πιστεύει στα είδωλα, ή πιστεύει στο Μωάμεθ ή πιστεύει στο Βούδα ή πιστεύει εδώ-εκεί, αυτό είναι το δεύτερο είδος αθεΐας. Ας νομίζουν πως πιστεύουν στο Θεό και ότι είναι θρησκείες, άθεοι είναι και άπιστοι. Το δεύτερο λοιπόν είδος αθεΐας είναι οι αιρέσεις και οι άλλες θρησκείες και τα είδωλα.

Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά υπάρχει και ένα τρίτο είδος αθεΐας το οποίο εκπλήσσει όταν το ακούσει κανείς αλλά το οποίο όμως είναι πολύ σωστό και έχει δίκιο ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς διότι αυτοί που ανήκουν σε αυτό το είδος της αθεΐας βοηθούν ώστε τα άλλα δύο προηγούμενα είδη αθεΐας να αυξάνουν και να μεγαλώνουν.

Ποιο είναι το τρίτο είδος αθεΐας; Στο τρίτο είδος αθεΐας ανήκουν εκείνοι οι οποίοι σιωπούν, οι οποίοι δεν μιλούν, οι οποίοι δεν πολεμούν τα άλλα είδη αθεΐας. Έχει γεμίσει ο κόσμος από αθέους και απίστους, έχουμε και στη χώρα μας αθέους και απίστους, έχουμε και στη χώρα μας αιρετικούς. Δεν μιλούν, και αυτοί κάνουν τη δουλειά τους. Προχωρούν οι αιρέσεις, προχωρούν οι θρησκείες, προχωράει το ισλάμ. Στο τρίτο είδος αθεΐας λοιπόν είναι αυτοί οι οποίοι σιωπούν και δεν πολεμούν τα άλλα είδη αθείας, τους πραγματικά αθέους και απίστους και εκείνους οι οποίοι διαστρέφουν την έννοια του Θεού -τις αιρέσεις και τις θρησκείες και την ειδωλολατρία.

ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΡΗΤΩΝ